- αισθητοποιητικός
- η , ό[ν] способный превратить в осязаемое, ощутимое
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αισθητοποιητικός — ή, ό [αισθητοποιώ] αυτός που συντελεί στην αισθητοποίηση ενός θέματος, ενός αντικειμένου … Dictionary of Greek
αισθητοποιητικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην αισθητοποίηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισθητοποίηση — η σαφής παράσταση ενός πράγματος, ώστε να γίνει εντελώς κατανοητό, αποσαφήνιση, ζωντάνεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθητοποιώ. ΠΑΡ. αισθητοποιητικός] … Dictionary of Greek